- εμφανία
- ἐμφανία, η (Α)μαρτυρία, καταγγελία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμφανίας — ἐμφανίᾱς , ἐμφανία information laid fem acc pl ἐμφανίᾱς , ἐμφανία information laid fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανιῶν — ἐμφανία information laid fem gen pl ἐμφανίζω show forth fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἐμφανίζω show forth fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφάνεια — η (AM ἐμφάνεια, Μ και ἐμφανία) η ιδιότητα τού εμφανούς, το να είναι κάτι εμφανές αρχ. μσν. 1. εμφάνιση, φανέρωση 2. εμφάνιση, μορφή μσν. 1. απόδειξη 2. (νομ.) δημοσίευση, γνωστοποίηση 3. «ἐμφάνεια θεοῡ πρὸς ἀνθρώπους» (Θεόδοτ.) η θεοφάνεια, η… … Dictionary of Greek